εντομοφθόρος

εντομοφθόρος
-ο
1. ο εντομοκτόνος
2. το θηλ. ως ουσ. η εντομοφθόρος
γένος ζυγομυκήτων που ζουν παρασιτικά στα έντομα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”